Συνταγή ζωής με λογοτεχνικά υλικά

Στη θεωρία ο αυτοβιογραφισμός αφαιρεί από τη λογοτεχνικότητα των πεζών κειμένων. Στην περίπτωση όμως του νέου βιβλίου Tommy Bell και άλλες ιστορίες, του Νίκου Καμπανού, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ταξιδευτής, ισχύει ο γνωστός αφορισμός του Όσκαρ Ουάιλντ ότι «η ζωή μιμείται την τέχνη πολύ καλύτερα από ό,τι η τέχνη μιμείται τη ζωή».

Μυθιστορηματικά πραγματικά βιώματα αλλά και πιο πεζά περιστατικά, μαζί με ιστορίες από έναν πολύ κοινωνικό επαγγελματικό χώρο, συνθέτουν ένα καλογραμμένο και απολαυστικό μωσαϊκό και ταυτόχρονα ένα «παράθυρο» στη ζωή ενός κοντινού μας ανθρώπου. Ο συγγραφέας δραστηριοποιείται εδώ και πολλά χρόνια στην εστίαση με έδρα το Καβούρι και στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του μας αποκαλύπτει μια πλευρά των εστιατορίων που έχει καλύψει απόλυτα η τηλεοπτική προσέγγιση τύπου master chef: Ότι το φαγητό είναι η πλέον κοινωνική δραστηριότητα και ότι ο κόσμος της επαγγελματικής κουζίνας κρύβει πολύ σημαντικότερα μυστικά από συνταγές.

Ο Νίκος Καμπανός επιλέγει τη μικρή φόρμα για τα διηγήματά του και διαμορφώνει μια χαμηλών τόνων, θυμόσοφη φωνή αφηγητή, μεστωμένη από τις εμπειρίες – πικρές τις περισσότερες φορές – και τις μεταμορφώσεις των ρόλων που κλήθηκε να παίξει. Μια συλλογή ιστοριών με έντονο τοπικό αλλά και ανθρώπινο ενδιαφέρον, ένα λογοτεχνικό ημερολόγιο καθοριστικών βιωμάτων που φανερώνει σπάνιες πια ευαισθησίες.

Η Βάρκιζα ως λογοτεχνικός τόπος

Κοντά στη θάλασσα και στην απροσδιόριστη έλξη που αυτή ασκεί στο βλέμμα και στην προσοχή των ανθρώπων μεταφέρει τους αναγνώστες ο ασυνήθιστος τίτλος του νέου μυθιστορήματος του Άρη Μαραγκόπουλου, Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ… που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.

Άνθρωπος του βιβλίου ο συγγραφέας, έχοντας γράψει ο ίδιος πάνω από 20 τόμους λογοτεχνίας και δοκιμίων και διευθύνοντας εκδοτικό οίκο, γνώριζε από πρώτο χέρι φυσικά το παραξένισμα από το αντισυμβατικό εξώφυλλο και βέβαια τον αντίκτυπο από τις δυσχέρειες στο μάρκετινγκ ενός βιβλίου στο οποίο δυσκολεύεται κανείς να αναφερθεί προφορικά και χρειάζεται οδηγίες για να το πει – τις οποίες παρεμπιπτόντως δίνει αναλυτικά ο συγγραφέας: «Προφέρεται αργά, σχεδόν ψιθυριστά, επιβλητικά και σεμνά ταυτόχρονα: κατά τον τρόπο του φλοίσβου αργά το βράδυ ή νωρίς το ξημέρωμα», όπως γράφει.

Είναι όμως η εμπειρία της θαλάσσιας μέθεξης στην οποία επιθυμεί να μας μεταφέρει εξ αρχής και πιο συγκεκριμένα στον κλειστό κόσμο των χειμερινών κολυμβητών. Η Βάρκιζα, κάποια ελεύθερη απάνεμη πλευρά της παραλίας της, γίνεται ο λογοτεχνικός τόπος συνεύρεσης μιας αρκετά ετερόκλητης παρέας, όπου «ζυμώνονται» τυπικοί αλλά και αταξινόμητοι χαρακτήρες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας: Από τη μία οι τρεις ηλικιωμένοι με το ίδιο όνομα, Θωμάς, και από την άλλη ο Νώντας και ο Φώντας με την καθοριστικής συμβολής επίδραση ενός χαρακτήρα έκπληξη, της Μεξικανής πρώην αντάρτισσας στη ζούγκλα, Ινέθ.

Όπως στη θάλασσα όλοι οι κολυμβητές παραδίδονται σχεδόν γυμνοί, έτσι και η συντροφιά της παραλίας ενώνεται σε μια σπάνια ώσμωση, χωρίς τις κοινωνικές πανοπλίες που υπό άλλες περιστάσεις θα κρατούσαν τους ανθρώπους αυτούς με διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο σε μεγάλες μεταξύ τους αποστάσεις. Με τη συνηθισμένη του αφηγηματική πληθωρικότητα, ο συγγραφέας δημιουργεί παράλληλες φωνές που διηγούνται διαφορετικά τις ιστορίες τους η κάθε μία.

Η Βάρκιζα έχει αποτυπωθεί στο σύγχρονο πολιτικό λεξιλόγιο ως συνώνυμο της βίαιης συνθηκολόγησης από τη συμφωνία του ΕΑΜ το 1945, όμως στη λογοτεχνική Βάρκιζα του Φλλσστ θα λέγαμε ότι οι όροι αντιστρέφονται. Η πολιτική είναι παρούσα υποδόρια σε κάθε σελίδα, διατρέχοντας την πιο ταραγμένη περίοδο της μεταπολιτευτικής ιστορίας, τα χρόνια 2012-2016. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, το μεταναστευτικό φαινόμενο, το δημοψήφισμα του 2015, είναι μερικά από τα θέματα που φιλτράρονται στη μυθοπλαστική παλέτα του Άρη Μαραγκόπουλου, δημιουργώντας ένα βαθιά ανθρώπινο, πολύ φιλοσοφημένο και λιγότερο πολιτικό βιβλίο με τη στενή έννοια.